Τσαμπακώνω:

Αρπάζω σφιχτά κάποιον απ΄ τον λαιμό.

Σαν χαρακτηρισμός για γυναίκα που ξελογιάζει κάποιον άντρα.

Έξυπνην αυτήν! τούν τσαμπάκουσε τούν γιέρου μι τα λπτά, ουόχ'(ι)  θα τούν αφήκ’.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!